- φόνευμα
- -εύματος, τὸ, Α [φονεύω]1. το αποτέλεσμα τού φονεύω, ο φόνος2. το αντικείμενο τού φονεύω, ο σκοτωμένος, το θύμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φόνευμα — that which is destined for slaughter neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)